hours
Δευτέρα - Παρασκευή
9:00 - 16:30
tel
+30.2321.051951

Τηλεφωνικό Κέντρο

Βιώσιμη Αγροτική Ανάπτυξη – 2004

Βιώσιμη Αγροτική Ανάπτυξη

Σκέψεις και προτάσεις Του Χάρη Τσιώνη Νομαρχιακού Συμβούλου

11/2004

O αγροτικός τομέας βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμη καμπή. Την κρισιμότερη ίσως της μεταπολιτευτικής περιόδου. Στα επόμενα χρόνια κρίνεται αν θα υπάρξει ελληνική γεωργία ως παραγωγικός τομέας ή ως υπολειμματικό μέγεθος μιας εγκαταλειμμένης υπαίθρου. Η αναθεώρηση της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική), η διεύρυνση της ΕΕ (Ευρωπαϊκή Ένωση) με νέες χώρες, το πλαίσιο συμφωνίας στον ΠΟΕ (Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου) για τα αγροτικά και η πολιτική των Ελληνικών κυβερνήσεων τα τελευταία 15 έτη, έχουν διαμορφώσει ένα πολύ δυσμενές περιβάλλον, που κάνουν σχεδόν αδύνατη την άσκηση αγροτικής δραστηριότητας για την πλειοψηφία των μικρομεσαίων αγροτών. Η ουσία του αγροτικού προβλήματος δεν βρίσκεται στην εφαρμογή κάποιων ευνοϊκών ρυθμίσεων στα πανωτόκια ή στα επιτόκια των καλλιεργητικών δανείων, όπως επιχειρεί να εμφανίσει η κυβέρνηση, αλλά σε «αυτό καθ’ αυτό» το μέλλον της ελληνικής γεωργίας και του αγροτικού κόσμου. Τι θα παράγουν, που θα πωλήσουν, σε ποιες τιμές, με ποια προοπτική επιβίωσης στο άμεσο και απώτερο μέλλον. Όλα τα προϊόντα φέτος (σιτηρά, ρύζι, καλαμπόκι, λάδι, καπνός, βαμβάκι, ροδάκινα, σταφύλια-κρασί, πατάτες, τεύτλα, κτηνοτροφικά προϊόντα,, κά) αντιμετωπίζουν τρία κοινά και οξύτατα προβλήματα: α) την απότομη πτώση των τιμών παραγωγού (από 20-50%) σε συνδυασμό με τη διόγκωση του κόστους παραγωγής, β) την αδυναμία διάθεσης της παραγωγής παρά τις εξευτελιστικές τιμές, γ) τα προϊόντα φθάνουν στον καταναλωτή σε υψηλότερες από πέρυσι τιμές. Γιατί παραμένουν απούλητα τα προϊόντα και κατρακυλούν οι τιμές παραγωγού, την ίδια ώρα που σημειώνουν μεγάλη άνοδο οι τιμές καταναλωτή; Οι αγρότες, ιδιαίτερα οι μικρομεσαίοι, πληρώνουν τώρα τη συναίνεση των κυβερνήσεών μας στις νεοφιλελεύθερες επιλογές της ΚΑΠ, που μέσα στο κλίμα των κατευθύνσεων που διαμορφώνει ο Π.Ο.Ε., τα κέρδη των οικονομικά ισχυρών μπαίνουν πάνω από τους μικρομεσαίους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Έτσι, οι περιορισμοί στην παραγωγή, οι μειώσεις στις επιδοτήσεις και οι αθρόες εισαγωγές ομοειδών και συνήθως κατώτερης ποιότητας προϊόντων, οδηγούν το ένα μετά το άλλο τα προϊόντα, σε βαθιά και μακρόχρονη κρίση. Το δυσμενές περιβάλλον που διαμορφώνεται, από η νέα ΚΑΠ, τους νόμους της αγοράς και τις επιλογές της κυβέρνησης, έχει δραματικές επιπτώσεις στους αγρότες όταν συνδυάζεται: α) Με την κερδοσκοπική ασυδοσία του εμποροβιομηχανικού κεφαλαίου και την έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου (στις τιμές, στις εισαγωγές και στην ποιότητα των προϊόντων και τροφίμων), β) Με την ανυπαρξία ουσιαστικά, συνεταιριστικών οργανώσεων, που κάτω από άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν σε όλο το κύκλωμα παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης των προϊόντων, για λογαριασμό και προς όφελος των αγροτών. γ) Με τη διάλυση των υπηρεσιών του Υπ. Γεωργίας και των οργανισμών εποπτείας του. Η δραματική όξυνση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών, επιβάλλει τη λήψη άμεσων και δραστικών μέτρων στήριξης της παραγωγικής τους προσπάθειας, βελτίωσης του βιοτικού τους επιπέδου και αναζωογόνησης της υπαίθρου. Χρειάζεται: Έλεγχος εισαγωγών και βελτίωση ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων: Το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων εξελίσσεται αρνητικά. Χρειάζεται έλεγχος των εισαγωγών, ιδιαίτερα από τρίτες χώρες, οι οποίες αξιοποιούνται από μεγαλέμπορους είτε για εκβιασμό των αγροτών για να πάρουν την παραγωγή τους σε χαμηλότερες τιμές (πχ. σιτηρά από Ουκρανία), είτε για την απόσπαση πρόσθετων κερδών με την «ελληνοποίηση» τους (πχ. εισαγωγές αμνοεριφίων από Βουλγαρία-Ρουμανία), είτε πρόκειται για εισαγόμενα προϊόντα επικίνδυνα για την υγεία (πχ. γαλακτοκομικά και κρέας με διοξίνες από Ολλανδία, επιμολυσμένοι σπόροι με «γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς» από ΗΠΑ, κά). Παράλληλα χρειάζεται προβολή των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό, αναζήτηση νέων αγορών, κά. Δραστικό περιορισμό της «ψαλίδας» τιμών παραγωγού-καταναλωτή, με παρέμβαση στη διαμόρφωση των τιμών, έλεγχο της δράσης των μεσαζόντων και των ολιγοπωλιακών-μονοπωλιακών κυκλωμάτων, ενεργοποίηση συνεταιρισμών στην παραγωγή, συγκέντρωση, διακίνηση και εμπορία τους, ώστε να περιοριστεί η «ψαλίδα» τιμών και να διασφαλιστεί το εισόδημα των μικρο-μεσαίων αγροτών, όπως και η αγοραστική δύναμη μισθών και συντάξεων. Μείωση κόστους παραγωγής, με έλεγχο στις τιμές των αγροτικών εφοδίων (σπόροι, λιπάσματα, μηχανήματα, καύσιμα και άλλα είδη), βελτίωση υποδομών (αρδευτικά, ηλεκτροδότηση, οδοποιία, κά), καθώς και ευνοϊκότεροι όροι χρηματοδότησης. Ειδικότερα στο ζήτημα των καυσίμων, χρειάζεται μείωση φόρου στο πετρέλαιο κίνησης, έλεγχο λαθρεμπορίου καυσίμων και φοροδιαφυγής, διαφάνεια και έλεγχος τιμών από τις εταιρίες διύλισης και εμπορίας πετρελαιοειδών χορήγηση επιδόματος θέρμανσης σε ειδικές ομάδες (χαμηλόμισθους, συνταξιούχους). Χρηματοδότηση: Καθιέρωση νέου συστήματος χρηματοδότησης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και ομάδων παραγωγών, ουσιαστικός έλεγχος των δανειοδοτήσεων από την ΑΤΕ που εξυπηρετούν «πελατειακές σχέσεις», κά. Ασφάλιση αγροτικής παραγωγής: Κρατική χρηματοδότηση ΕΛΓΑ για να καλύπτει 100% κάθε ζημιά σε όλα τα στάδια της παραγωγής καθώς και το ζωϊκό και φυτικό κεφάλαιο. Αγροτικές συντάξεις: Να αυξηθούν ουσιαστικά οι αγροτικές συντάξεις ώστε να προσεγγίσουν σταδιακά τις κατώτερες συντάξεις του ΙΚΑ. Κοινωνικές δαπάνες: Ποιοτική βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών (παιδεία, υγεία, πρόνοια, πολιτισμός, κά). Συνεταιρισμοί: Στήριξη των υγιών συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών, ψήφιση νέου νόμου που θα εξασφαλίζει την αναγέννηση, δημοκρατική λειτουργία και δράση των οργανώσεων σε όφελος των μελών τους. Νέοι Αγρότες: Εκπόνηση προγραμμάτων εκπαίδευσης νέων αγροτών και ενίσχυση της επιχειρηματικής τους προσπάθειας με γενναία κίνητρα αλλά και προγράμματα πολιτιστικής ανάπτυξης της υπαίθρου. Είναι προφανές ότι τα παραπάνω μέτρα, ανακουφίζουν από τη μια τη δεινή κατάσταση των αγροτών, ενώ από την άλλη δείχνουν την κατεύθυνση που πρέπει να κινηθεί η αγροτική πολιτική για τη γενικότερη ανάκαμψη του αγροτικού τομέα. Η Ελλάδα διαθέτει εκείνα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα (παραγωγική εμπειρία, ευνοϊκές εδαφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες, κά), που μπορούν να εξασφαλίσουν μια βιώσιμη και ανταγωνιστική γεωργία, με την παραγωγή προϊόντων ποιότητας και εξασφάλιση απασχόλησης σε μεγάλο μέρος εργατικού δυναμικού της περιφέρειας. Χρειάζεται ωστόσο να αλλάξουν οι «συντεταγμένες», δηλ. οι άξονες της ασκούμενης αγροτικής πολιτικής. Συγκεκριμένα απαιτείται : α) Επεξεργασία ολοκληρωμένου προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης κατά κλάδο και περιοχές, με συνδυασμό οριζόντιων και κάθετων δράσεων και στόχο την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής υπέρ των δυναμικών καλλιεργειών, αλλαγή της σχέσης φυτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής υπέρ της τελευταίας, ανάπτυξη της αλιείας και δασοκομίας με αυστηρή τήρηση οικολογικών κριτηρίων κά. Η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης λογικής, ότι η αγορά αποτελεί τον βασικό μοχλό ρύθμισης, συνεπικουρούμενη από μικροβελτιώσεις, δεν μπορεί να λύσει προβλήματα, αλλά αναπόφευκτα τα αναπαράγει σε ευρύτερες διαστάσεις. β) Εξασφάλιση των αναγκαίων και αποτελεσματικών μηχανισμών στήριξης του αγροτικού τομέα από το υπουργείο Ανάπτυξης και Τροφίμων, ώστε να απορροφηθούν και να αξιοποιηθούν σωστά τα αγροτικά κονδύλια, από εθνικές και κοινοτικές πηγές, να προωθηθεί η αγροτική έρευνα, οι αγροτικές υποδομές σε έγγειο-βελτιωτικά έργα, κοινωνικές υπηρεσίες, κά. γ) Εξασφάλιση επιστημονικής-τεχνικής στήριξης του αγροτικού κόσμου από τους γεωτεχνικούς. Σήμερα μικρό ποσοστό των γεωτεχνικών του δημοσίου, βρίσκονται στο πλευρό τους (ως σύμβουλοι) των αγροτών. Η ιδέα δημιουργίας «κέντρων αγροτικής ανάπτυξης», είναι κατ’ αρχήν καλή, αλλά αποτελεί στοίχημα που στην πράξη πρέπει να κερδιθεί, ενώ σε κάθε περίπτωση πρέπει να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των γεωτεχνικών, για ουσιαστική συμβολή στην αγροτική ανάπτυξη και όχι να είναι απλοί διεκπεραιωτές του υπουργείου. δ) Ενεργητική συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Χρειάζεται έγκαιρη και αποτελεσματική διαπραγμάτευση των αλλαγών στην «κοινή οργάνωση αγοράς» (ΚΟΑ) των αγροτικών προϊόντων και διεκδίκηση με άλλες χώρες την αύξηση των κονδυλίων στήριξης και ανακατανομή τους υπέρ των μικρομεσαίων αγροτών. Αναδιάρθρωση της κοινοτικής αγροτικής παραγωγής, από τα πλεονασματική προϊόντα κύρια των χωρών του Βορρά, υπέρ των ελλειμματικών προϊόντων κύρια των χωρών του Νότου. στ) Εφαρμογή πολιτικής «αυτοδυναμίας» της χώρας σε βασικά τρόφιμα (food sovereignty), σε συνδυασμό με μέτρα ελέγχου της δράσης των πολυεθνικών, σε όλο το φάσμα εισροών και εκροών της γεωργίας (γενετικό υλικό, αγροτικά εφόδια, παραγωγή, μεταποίηση, διακίνηση και εμπορία). ζ) Τέλος με δεδομένη την αντίθεση στη «φιλοσοφία» της νέας ΚΑΠ και έχοντας στόχο τον περιορισμό των συνεπειών από την εφαρμογή της, είναι αναγκαία τη θεσμοθέτηση ειδικών μέτρων στήριξης των μικρομεσαίων αγροτών που πλήττονται από την ΚΑΠ, καθώς και την προώθηση συγκεκριμένων μέτρων κατά τομείς και προϊόν, σε αντιστοιχία με το γενικότερο αναπροσανατολισμό της αγροτικής πολιτικής. Ειδικότερα όσον αφορά ορισμένα προϊόντα: Λάδι: Η εφαρμογή της νέας «ΚΟΑ» θα έχει ως συνέπεια τον περιορισμό της παραγωγής από την κατάργηση των επιδοτήσεων στους «πολύ μικρούς» παραγωγούς και τη χορήγηση εισοδηματικής ενίσχυσης στους «μικρούς» ανεξάρτητα από το ύψος της παραγωγής. Ο περιορισμός της ελαιοκαλλιέργειας θα είναι μεγαλύτερος, με την εφαρμογή της «μερικής» και κυρίως της «ολικής» ή «πλήρους» αποσύνδεσης για τους υπόλοιπους παραγωγούς. Είναι αλήθεια ότι «λιγότερο κακό» επιφέρει η «μερική» αποσύνδεση, διότι κρατάει «εν ζωή» σημαντικό μέρος της παραγωγής και της απασχόλησης, δημιουργεί κίνητρα για παραγωγή καλής ποιότητας ελαιολάδου, καταπολεμά ως ένα βαθμό τα «πανωγραψίματα», διευκολύνει τη στήριξη της καλλιέργειας σε ορισμένες περιοχές με κοινωνικά κριτήρια, ενώ αφήνει κάποια περιθώρια βελτίωσης του κανονισμού στο εγγύς μέλλον. Βαμβάκι: Η εφαρμογή της νέας «ΚΟΑ», θα επιφέρει σοβαρή μείωση της βαμβακοκαλλιέργειας και της απασχόλησης, τόσο στη γεωργία όσο στα εκκοκκιστήρια και συγγενείς κλάδους. Η χορήγηση εισοδηματικής ενίσχυσης ανεξάρτητα από μέγεθος και ποσότητα παραγωγής, εμφανίζεται ως «εξασφάλιση» των μικρομεσαίων παραγωγών, ιδιαίτερα μεγάλης ηλικίας. Ωστόσο δεν παρέχει κανένα «μέλλον» για τη μεγάλη πλειοψηφία των παραγωγών, ιδιαίτερα των νεότερων, ούτε βέβαια στην αγροτική οικονομία. Η εφαρμογή της «μερικής» αποσύνδεσης, θα μπορούσε να διατηρήσει προσωρινά τουλάχιστον μέρος της παραγωγής και της απασχόλησης, η οποία σε συνδυασμός με τη διεκδίκηση βελτίωσης του κανονισμού στο μέλλον, μπορεί να περιορίσει τις αρνητικές συνέπειες. Καπνός: Η εφαρμογή της νέας «ΚΟΑ» θα είναι καταστροφική για την καπνοκαλλιέργεια. Σε μια πενταετία θα σταματήσει πλήρως η στήριξη και οι εγχώριες ανάγκες θα καλύπτονται με εισαγωγές. Για τον περιορισμό των συνεπειών επιβάλλεται η διατήρηση εκείνων των ποικιλιών που έχουν ζήτηση στη διεθνή αγορά. Αξιοποιώντας τις διατάξεις του κανονισμού, θα ήταν προτιμότερο να υπάρξει σύνδεση των ενισχύσεων κατά 70% με την παραγωγή ποιοτικών ποικιλιών («Μπασμά», «Κατερίνης», «Καμπά-Κουλάκ», «Βιρτζίνια» και «Μπέρλεϋ»), ενώ για τις υπόλοιπες ποικιλίες («Τσεμπέλια» και «Μαύρα») μπορεί να γίνει αποσύνδεση 100% ή μετατροπή τους σε άλλες ποικιλίες ανατολικού τύπου. Τέλος πρέπει να αυξηθούν οι τιμές παραγωγού εφ’ όσον υπάρχουν περιθώρια στη διεθνή αγορά και αυτές να καταβάλλονται από τις μεταποιητικές επιχειρήσεις όχι ισοπεδωτικά, αλλά σύμφωνα με την ποιότητα του κάθε παραγωγού. Αμπελουργικά-Κρασί: Η μέχρι τώρα λειτουργία της «ΚΟΑ» είχε αρνητικά αποτελέσματα. Οι συνέπειες ήταν βαρύτερες εξ’ αιτίας της έλλειψης αμπελοοινικής πολιτικής, με συνέπεια τη μείωση της αμπελοκαλλιέργειας, την αύξηση των εισαγωγών, την απώλεια αγορών στο εξωτερικού, κά). Η σχεδιαζόμενη αναθεώρηση της «ΚΟΑ», μπορεί να έχει δυσμενέστερες συνέπειες, αν δεν εξασφαλιστούν βασικές προϋποθέσεις όπως, διατήρηση παραδοσιακού χαρακτήρα παραγωγής οίνου και παράγωγων προϊόντων, διατήρηση ισορροπίας προσφοράς ζήτησης και διεύρυνση αγορών, βελτίωση ανταγωνιστικότητας με προϊόντα ποιότητας, διατήρηση παραδοσιακών ποικιλιών, εφαρμογή νέων τεχνικών διαχείρισης των καλλιεργειών, κά. Το μοντέλο «αγροχημικών» και «εντατικής γεωργίας» που είχε στόχο την αύξηση της «ανταγωνιστικότητας» και το μέγιστο κέρδος, έχει οδηγήσει σε κρίση την τροφική αλυσίδα. Δυστυχώς τα φαινόμενα των «τρελών αγελάδων» και των πουλερικών με διοξίνες, δεν έχουν τέλος. Τα πρόσφατα κρούσματα παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων και κρέατος με διοξίνες στην Ολλανδία – άγνωστες ποσότητες από τα οποία κυκλοφορούν ήδη στην ελληνική αγορά, – εντείνουν τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Παράλληλα ανθούν τα φαινόμενα νοθείας στα τρόφιμα και λαθραίας εισαγωγής και «ελληνοποίησης» τους. Τέλος με την απελευθέρωση της παραγωγής και εμπορίας «μεταλλαγμένων», νέοι μεγάλοι κίνδυνοι εμφανίζονται για την ανθρώπινη υγεία, τους παραγωγούς, τη βιοποικιλότητα και το περιβάλλον. Οι ευθύνες των κυβερνήσεων είναι τεράστιες. Οι έλεγχοι ποιότητας στα τρόφιμα, στους επιμολυσμένους σπόρους, στα «γενετικά τροποποιημένα» προϊόντα και στην πιστοποίηση τους, είναι ελάχιστοι και συνήθως γραφειοκρατικοί. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Για την αντιμετώπιση της διατροφικής κρίσης χρειάζεται άμεση δράση σε τρία μέτωπα: α) Ουσιαστικός έλεγχος στην ποιότητα τροφίμων και πιστοποίηση, β) αποτροπή της παραγωγής και εμπορίας «μεταλλαγμένων» και γ) ειδικά μέτρα στήριξης της ποιοτικής γεωργίας. Για τη στήριξη της Ποιοτικής Γεωργίας, χρειάζεται ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, καθώς και εξειδικευμένα μέτρα στήριξης της παραδοσιακής γεωργίας, με στόχο την παραγωγή προϊόντων «ονομασίας προέλευσης», «γεωγραφικής περιοχής προέλευσης», κά. Ειδικότερα για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας χρειάζεται αύξηση των κονδυλίων στήριξης, αύξηση των εκτάσεων παραγωγής βιολογικών ζωοτροφών, γεωτεχνική υποστήριξη και πληροφόρηση, δημιουργία μητρώου βιοκαλλιεργητών, εξασφάλιση γνησιότητας «πιστοποίησης» σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, «διαπίστευση» όλων των σχετικών φορέων στο Εθνικό Συμβούλιο Διαπίστευσης (Ε.ΣΥ.Δ), γνήσια αντιπροσωπευτική σύνθεση του «Εθνικού Συμβουλίου Βιολογικής Γεωργίας», επέκταση του δικτύου λαϊκών αγορών για διάθεση βιολογικών προϊόντων κυρίως από βιοκαλλιεργητές (για την πόλη των Σερρών κατατέθηκε τέτοια πρόταση προς τον δήμο ώστε να διατεθεί μικρή κεντρική πλατεία ή τμήμα πεζοδρόμου), έλεγχος τιμών για υπερβολικό κέρδος σε βάρος των καταναλωτών, κά. Τέλος πρέπει να κατανοήσουμε όλοι και κύρια οι ίδιοι οι αγρότες ότι κρίσιμη προϋπόθεση για την προώθηση της εναλλακτικής πολιτικής στον αγροτικό τομέα, είναι η ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού κινήματος μικρομεσαίων αγροτών, μακριά από τις πρακτικές των γραφειοκρατικών κορυφών του αγροτοσυνδικαλιστικού και αγροτοσυνεταιριστικού κινήματος, καθώς και την προώθησης της κοινής δράσης με το κίνημα των μικρομεσαίων αγροτών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Επίσης χρειάζεται συμπαράταξη με τα πολύμορφα κινήματα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που είναι αντίθετα με τις αντιαγροτικές και άλλες ρυθμίσεις του ΠΟΕ, με στόχο την προώθηση διεθνών συμφωνιών, που θα λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τα συμφέροντα των μικρομεσαίων αγροτών του «βορρά» και του «νότου». Σήμερα εισπράττουμε τον λογαριασμό από την καταστροφή του αγροτοσυνεταιριστικού κινήματος της χώρας που με τον κομματισμό, την ανικανότητα και την κακοδιαχείριση επέβαλλαν οι δύο μεγάλοι κομματικοί σχηματισμοί της χώρας και βέβαια δυστυχώς ανέχθηκαν και αποδέχθηκαν οι ίδιοι οι αγρότες.

Αφήστε μια απάντηση