Ο Ελληνισμός έχει την ιδιαιτερότητα ότι επεκτείνεται ιστορικά και πολιτισμικά πολύ πέρα από τα συγκεκριμένα και περιορισμένα σύνορα του ελλαδικού κράτους, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες. Ιστορικές συγκυρίες και πολιτικές σκοπιμότητες έχουν αποκλείσει από την Ελληνική επικράτεια περιοχές ό-που η παρουσία των Ελλήνων πιστοποιείται ήδη από την απώτατη αρχαιότητα, ενώ η ιστορική και εθνολογική έρευνα αποδεικνύουν την αδιάκοπη πολιτισμική τους πορεία μέσα στον χρόνο, περνώντας ομαλά από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο κι από τη με-τα-βυζαντινή εποχή στο νεότερο ελληνισμό.
Η γλώσσα, η μουσική και ο χορός (τριάδα ομοούσιοςκαι αδιαίρετη του λαϊκού μας πολιτισμού) αποτελούν τα ισχυρότερα τεκμήρια αυτής της αδιάσπαστης παρουσίας, που διαγράφει ένα μεγάλο γεωγραφικό τόξο, επιβεβαιώνοντας τον καίριο ρόλο που παίζει ο Ελληνισμός ως γέφυρα που ενώνει τρείς ηπείρους και δύο πολιτισμούς: την Ανατολή με τη Δύση, τα Βαλκάνια με τη Μεσόγειο, τη στεριά με τη θάλασσα, το α-πολλώνειο πνεύμα με το διονυσιακό.
Από το Καργκέζε της Κορσικής και τα ελληνόφωνα χωριά του ιταλικού νότου (Σαλέντο, Καλάβρια) ως τη Βόρειο Ήπειρο, από την Βόρεια Θράκη (Ανατολική Ρω-μυλία) και την Ανατολική Θράκη ως την Προποντίδα και την Κωνσταντινούπολη, από τον ελληνισμό της Μαύρης Θάλασσας (Πόντος, Αζοφική, Κριμαία) ως τα παρά-λια της Μικράς Ασίας με τ’ αστικά τους κέντρα (Σμύρνη, Αϊβαλί, Αττάλεια, Αλικαρ-νασσό), από την Καππαδοκία και τους ορθόδοξους της Συρίας ως την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια.
Είναι οι «άκρες» του ελληνισμού, τα πολιτισμικά όρια μιας παράδοσης αιώνων που για πρώτη φορά στην ιστορία της αποκόπτεται συστηματικά, τα τελευταία 150 χρόνια, από τα ζωτικότερα μέλη της και συρρικνώνεται σ’ ένα κράτος προσαρτημένο στη Δύση.
Οι «άκρες» του ελληνισμού είναι τα ευαίσθητα σημεία επαφής του πολιτισμού μας με τα γειτονικά έθνη, γι’ αυτό και μέσα από αδιάκοπους αγώνες αλλά και συμβιώσεις επιβεβαιώθηκε γι’ άλλη μια φορά η πολιτισμική ιδιαιτερότητα του ελληνικού πνεύ-ματος: να είναι δέκτης στοιχείων από την Ανατολή, να τα επεξεργάζεται συνταιριά-ζοντας το ήθος με τη μορφή και στη συνέχεια να λειτουργεί ως πομπός προς τη Δύση αλλά και πίσω στην Ανατολή.
Σύμβολο αυτής της διαδικασίας οι Ακρίτες, που διαφεντεύανε τις «άκρες» της βυ-ζαντινής αυτοκρατορίας και που τ’ ανδραγαθήματά τους υμνούσαν οι ραψωδοί σε τραγούδια που έχουν κοιτίδα τους το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Κύριο πρόσωπο στα επικά αυτά τραγούδια είναι ο Διγενής που είχε μάνα κόρη Έλληνα στρατηγού και πατέρα μουσουλμάνο αμιρά που για την αγάπη της αλλαξοπίστησε.
Όπως σημειώνει ο Σάμουελ Μπώ-Μποβύ « Ελλάδα σ’ όλες τις φάσεις της ιστο- ρίας της πλουτίστηκε από την επιμειξία της με τα γειτονικά έθνη». Στη μουσική δεν υπάρχουν πατροπαράδοτα μίση. Κι ας τους χώριζαν η γλώσσα και η θρησκεία, κι ας ήταν κατά καιρούς πότε αφέντες πότε υπήκοοι, οι άνθρωποι στις ακραίες αυτές πε-
ριοχές, εκτός από πρόσκαιρες αιματηρές συγκρούσεις, συζούσαν ειρηνικά ανταλλάσ-σοντας ήθη, τραγούδια και χορούς. Ήτανε σα δυο φυτά διαφορετικά που τα σπέρνεις στην ίδια γλάστρα και μ’ όλο που νοιώθουνε να’ ναι ξένα όμως πλέκονται κάτω της γής οι ρίζες τους και πάνω από το χώμα τα κλαδιά τους και άμα τραβήξεις να ξεριζώ-σεις το ένα ακολουθεί και τ’ άλλο.
Στη «Βρύση του Μπραήμ-μπαμπά» της Έλλης Αλεξίου οι ξεριζωμένοι είναι οι Τούρκοι ενός Κρητικού χωριού. Θα μπορούσε να είναι οι Έλληνες που διώχτηκαν από την Μικρά Ασία, οι Τσάμηδες της Παραμυθιάς, οι Ηπειρώτες της Δρόπολης, οι Κύπριοι Έλληνες και Τούρκοι που χωρίστηκαν βίαια, όλα τα θύματα μιας κοντόφ-θαλμης πολιτικής που θυσιάζει τους ανθρώπους στα κακώς εννοούμενα συμφέροντα του κράτους, οποιουδήποτε κράτους.
Συμπληρώθηκαν ήδη 80 χρόνια από το καίριο πλήγμα της «καταστροφής», το ξε-ρίζωμα και τη διασπορά του πιο ζωτικού – ίσως – και του πιο «ανήσυχου» τμήματος των Ελλήνων της Ανατολής. Η «άλωση», όχι από τους Τούρκους (ο ελληνισμός είχε πάντα τη δύναμη να κατακτά τους κατακτητές του) αλλά από τη Δύση, αυτό που δεν μπόρεσε να επιβληθεί το 1204, εμφανίζεται αμεσότερη παρά ποτέ.
Η μεταφύτευση των παραδόσεων – μ’ όλα τα προβλήματα που αυτή συνεπάγεται – στα όρια του ελλαδικού κράτους αποτελεί μια ελπίδα ότι θα μπορέσουμε ίσως και πάλι να πιάσουμε το νήμα που μας συνδέει με την ιστορία μας, με τα βασικά γνωρί-σματα κι’ αισθήσεις του πολιτισμού μας, έτσι όπως αυτά διαμορφώθηκαν για αιώνες στις «άκρες» του ελληνισμού.
Για όλα αυτά όμως δεν αρκεί μόνο η θέληση. Χρειάζεται αρετή, τόλμη και γνώ-ση. Για να μην καταλήξουμε όπως οι Ποσειδωνιάται του καβαφικού ποιήματος:
«Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν
τόσους αιώνες ανακατεμένοι
με Τυρρήνιους και με Λατίνους κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμεινε προγονικό
Ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες
Με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κι’ είχαν συνήθεια προς το τέλος της γιορτής
Τα παλαιά έθιμα να διηγούνται
Και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πιά τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τέλειων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες – Ιταλιώται
(σημ. Έλληνες άποικοι της Κ. Ιταλίας) ένα καιρό κι αυτοί.
Και τώρα πως εξέπεσαν, πως έγιναν,
Να ζούν και να ομιλούν βαρβαρικά
Βγαλμένοι – ω συμφορά – απ’ τον ελληνισμό»
Το σημερινό αυτό μικρό άρθρο ας θεωρηθεί μια μικρή συμβολή σ’ αυτή την προ-σπάθεια για εθνική γνώση και αυτογνωσία!!…..
ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
«Εμένα το γραφτό μου ήτανε να γεννηθώ στην Ανατολή, αλλά η ρόδα της τύχης που γυρίζει ολοένα ξερίζωσε από τα θεμέλια τον τόπο μου και μ’ έριξε στην ξενιτιά…. Το πώς γεννήθηκα στα μέρη της Ασίας τόχω για πράγμα ευλογημένο και δοξάζω το Θεό για δαύτο. Μ’ όλα ταύτα βρεθήκανε άνθρωποι κακοί, ψυχές φτωχές, να γυρίσουνε το
καύχημά μου σε κατηγορία. Θέλανε ν’ αρνηθώ τη μάνα μου, την Ασία, σε καιρό που αυτοί θρεφόντανε από το πλούτος της καρδιάς μου και παίρνανε χαρά κι ελπίδα από φλέβα που ανάβλυζε από τη βαθειά ρίζα μου… Μα εγώ δε θα σ’ αρνηθώ ποτές, Γε-ρουσαλήμ!… μαζί με σένα ζεί η ψυχή μου, κι είμαι πλούσιος όποτε είμαι μακριά από τους στενόψυχους ανθρώπους και γίνουμε φτωχός όποτε σμίγω μαζί τους. Σε μέρος πόχει τόσο μονάχα φώς, όσο χρειάζεται όταν ξενιτεμένον, εκεί σε συλλογιέμαι τη νύ-χτα…..».
Φώτης Κόντογλου «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου»
Μεγάλες – διαχρονικές – αλήθειες από την αφήγηση της Αγγέλας Παπάζογλου παλιάς Σμυρνιάς τραγουδίστριας, γυναίκας του ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, στον γιό της Γιώργη από το βιβλίο «Τα χαϊρια μας εδώ – Ονείρατα της καμένης και της άκαυτης Σμύρνης».
« ….Τα τραγούδια μας τα’ χω καρφώσει στο μυαλό μου βαθιά, τα’ χω σταμπάρει, όπως τα τραγούδια απάνω στης λατέρνας τον κύλινδρο με καρφιά….
….Οι άνθρωποι της δουλειάς μας είχανε φάει τη μουσική με το κουτάλι. Τη μουσική την υπηρετούσανε σα να’ τανε παπάδες σ’ εκκλησιά. Δεν την μπασταρδεύα-νε. Δεν τη δουλεύανε μόν’ και μόν’ για να φάνε. Δεν κάνανε για σκυλάδικα, για πα-νηγύρια. Κρατούσανε την τέχνη τους αψηλά, όπως οι ζωγράφοι που δεν ζωγραφίζου-νε ταμπέλες, που δεν μπογιατίζουνε πόρτες και παράθυρα!…
….Στη Σμύρνη παίζαμε από ρεμπέτικα μέχρι όλα τα ευρωπαϊκά. Δημοτικά, κλέ-φτικα, κρητικά, καλαματιανά, φυσούνια, Θρακιώτικα, γιαννιώτικα, κοντσέρτα με κα-βαλαρίες και βάλς, με χορούς του Μπράμς και σερενάτες. Όλα τα παίζαμε. Κι από όπρες κάτι μέρη. Ξέραμε αναγκαστικά κι ένα τραγούδι από κάθε μελέτι (φυλή) για να ευχαριστούμε τσι πελάτες. Κι εβραίικο παίζαμε κι αρμένικο κι αράπικο. Ήμαστε κο-σμοπολίτες εμείς, αγαπούσαμε όλον τον κόσμο και μας αγαπούσανε. Δεν είχε συμφέ-ροντα κανείς στο τραγούδι. Τραγουδούσες, χόρευες, ήσουνα λεύτερος να κάνεις ό,τι θέλει η καρδιά σου και η σειρά σου!… Τώρα εδώ πήρανε τα τραγούδια και τα γε-λοιοποιήσανε . Κάνανε μπουγάδα του μυαλού στον κόσμο, τους βγάλανε τη γλύκα μέσ’ απ’ το κεφάλι τους…..
…Η Σμύρνη χτίστηκε μαζί με την Τροία κι ο Μεγαλέξανδρος την εξανάχτισε απ’ την αρχή. Αυτά μας μάθανε δυο τάξεις που ηπήγα στο Δημοτικό. Και το ζεϊμπέκικο είναι από τότε που έγινε ο κόσμος. Κι ο κόσμος χάνεται μες το παραμύθι στη Θράκη, χάνεται μες την Ιστορία. Γιατί δεν υπάρχει μόνο ο φανερός ρυθμός του βαδίσματος, εν – δυο, αλλά υπάρχει ο μυστικός, αόρατος ρυθμός της καρδιάς, στα εννιά όγδοα, στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Χορεύανε τα παλικάρια ολομόναχα, χωρίς λόγια. Τι ήτα-νε; Θεοί να θένε ψαλμουδιές: Άμα χορεύανε τα παλικάρια ήτανε πιο πάνω από θε-οί!…
…Ο Βαγγέλης έλεγε ότι ο λαός είναι ο πιο μεγάλος καλλιτέχνης…. Ο πιο μεγάλος συνθέτης. Αυτά τα τραγούδια –έλεγε- έχουνε και θεμέλια και ταράτσα. Σα σπίτια που τα’ χει σιάξει μεγάλος αρχιτέκτονας!…
…Εδώ μας πήρανε τα τραγούδια και τα κάνανε αγνώριστα. Τα βουτήξανε μες τα γκερίζια, τους αλλάξανε τα λόγια, το σκοπό. Κάνανε έγκλημα, γιατί τα τραγούδια μας ξεκινούσανε όλα από τη βυζαντινή μουσική κι από τα δημοτικά. Δεν θα’ πρεπε να κλέβονται, να μπασταρδεύονται και ν’ ανακατεύονται με τουρκικές, ινδικές κι αράπι-κες μελωδίες. Αυτοί που κρατάνε στα χέρια τους μικρόφωνα –δίκοπα σπαθιά- πρέπει να προσέχουνε να μη σου σπαθίσουνε την ψυχή με σκοτάδι. Μας γεμίσανε τα’ αυτιά μας με λαϊκά ξενόφερτα, κλαψούρικα, βρώμικα. Ψάχνουνε με λυχνάρι τις χαραγμα-τιές της καρδιάς σου, μήπως κλείσεις καμιά με καημό και δεν περάσει από κεί το σκοτάδι!…
…Κορυφαία στιγμή της αφήγησης, η περιγραφή του φευγιού από τη Σμύρνη μέ-σα στη μεγάλη πυρκαγιά και τον χαλασμό. Η μάνα της Αγγέλας έτρεξε μαζί της στο πλυσταριό για να μαζέψουν τις απλωμένες κουρελούδες, να τις διπλώσουν προσεκτι-κά και να τις τακτοποιήσουν μαζί με τα’ άλλα ρούχα που θ’ αφήνανε πίσω τους. Να καούνε διπλωμένες –είπε- να μη μας πούνε σκατονοικοκυράδς!…»
ΠΟΝΤΟΣ
«Εδώ κι εξήντα χρόνια μεταφυτεύτηκαν στην Αττική και στη Μακεδονία οι Έλλη-νες που από την αρχαιότητα, ζούσανε στη νοτιοανατολική ακτή του Ευξείνου, οι Πό-ντιοι.
Στα τραγούδια του Πόντου διακρίνονται δύο κύριες περιοχές. Η γραμμή που τις χωρίζει περνάει μεταξύ Κοτυώρων και Κερασούντος. Στη δυτική περιοχή τραγου-δούσαν στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας τα ίδια σχεδόν τραγούδια που τραγου-δούσαν στα λιμάνια του Αιγαίου. Καθαυτό ποντιακά είναι τα τραγούδια της ανατολι-κής περιοχής που την έλεγαν και Λαζική, γιατί ζούσαν εκεί όχι μόνο Έλληνες και Τούρκοι αλλά και Λαζοί, που οι γλώσσα τους συγγενεύει με τη Γεωργιανή. Τα τρα-γούδια αυτά, που η γλώσσα και η μουσική τους ξενίζουν τους υπόλοιπους Έλληνες, έχουν ωστόσο πολλά κοινά γνωρίσματα με τα τραγούδια της θαλασσινής Ελλάδας. Τα κύρια παραδοσιακά όργανα είναι ο άσκαυλος και η λύρα. Ο άσκαυλος (τουλούμ) είναι ο ίδιος με τον νησιώτικο (τσαμπούνα). Η δεξιοτεχνία των Ποντίων λυράρηδων είναι καταπληκτική. Όχι μόνο τα δάχτυλα του αριστερού χεριού, αλλά και ο καρπός του δεξιού έχουν μιαν απαράμιλλη σβελτοσύνη. Σ’ ένα τούρκικο horon (οι Τουρκοι πήραν την λέξη από τα ελληνικά) που έχει καταγράψει ο Adnan Saygun το δοξάρι πηγαινοέρχεται εφτά φορές στο δευτερόλεπτο. Ακόμη κι όταν βάζω το δίσκο σε ε-λαττωμένη ταχύτητα δεν κατορθώνω να καταγράψω την «σέρρα» των Ποντίων και ν’ αποδώσω τον συναρπαστικό της παλμό!…
Σαμουέλ Μπω-Μποβύ
Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.
«Αν αποθάνω θάψον με σ’ ένα ψηλόν ρασόπον
ν’ ακούγω θάλασσας φωνήν και καραβί’ λαλόπον
ν’ ακούγω βουκόλ’ σούριγμαν και καβαλί’ νηχόπον
όντας φυσά’ πο θάλασσας, μυρίζει θαλασσίαν
όντας φυσά’ πο παρχαρί, μυρίζει μανουσακέαν»
Δημοδιεύτηκε τον 9/2003 στην τοπική εφημερίδα «Ενεργοί Πολίτες»